- σκουαλάνιο
- το, Νχημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένος υδρογονάνθρακας, που προκύπτει κατά την υδρογόνωση τού σκουαλενίου, είναι άχρωμο, άοσμο και άγευστο υγρό και χρησιμοποιείται ως διαλύτης, ως λιπαντικό και ως μονωτικό μέσο, καθώς και στη φαρμακευτική και στην αρωματοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.